Δείτε επίσης: μπουά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πουά < γαλλική pois / point < λατινική punctum < punctus < pungo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πουά ουδέτερο άκλιτο

  1. βούλα
  2. (ενδυμασία) ρούχο ή ύφασμα με βούλες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

πουά άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία