μπουά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπουά ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία, παρωχημένο) άλλη μορφή του μποά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βόας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουά
|
Δείτε επίσης : μπουάτ, μπούας, πουά |
μπουά ουδέτερο άκλιτο
|