Δείτε επίσης: μπουάτ, μπούας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουά < γαλλική boa < λατινική boa (μεγάλο φίδι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουά ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη βόας

  Μεταφράσεις επεξεργασία