Ουσιαστικό

επεξεργασία

collocation (en)

  1. (γλωσσολογία) η συμπαράθεση, ο συνδυασμός λέξεων, τα συμφραζόμενα
  2. (πληροφορική) υπηρεσία που φιλοξενεί τον εξοπλισμό δικτύου, διακομιστή, αποθήκευσης δεδομένων, κλπ. των πελατών της, παρέχοντας υψηλή ταχύτητα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνίες, δίκτυα και Διαδίκτυο
      Once you have a machine set up, you take it physically to the location of the colocation provider and install it in their rack or you rent a server machine from the colocation provider.[1]
    λείπει η μετάφραση
    άλλη γραφή: colocation

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Colocation στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία