μίσθωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μίσθωσῐς | αἱ | μισθώσεις |
γενική | τῆς | μισθώσεως | τῶν | μισθώσεων |
δοτική | τῇ | μισθώσει | ταῖς | μισθώσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | μίσθωσῐν | τὰς | μισθώσεις |
κλητική ὦ! | μίσθωσῐ | μισθώσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθώσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μισθωσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμίσθωσις θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μίσθωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μίσθωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.