Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μισθώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μισθώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μισθώνω
  3. θα μισθώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μισθώνω