Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισθωτικός η μισθωτική το μισθωτικό
      γενική του μισθωτικού της μισθωτικής του μισθωτικού
    αιτιατική τον μισθωτικό τη μισθωτική το μισθωτικό
     κλητική μισθωτικέ μισθωτική μισθωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισθωτικοί οι μισθωτικές τα μισθωτικά
      γενική των μισθωτικών των μισθωτικών των μισθωτικών
    αιτιατική τους μισθωτικούς τις μισθωτικές τα μισθωτικά
     κλητική μισθωτικοί μισθωτικές μισθωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισθωτικός < μισθωτής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μισθωτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία