Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοίκιαστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανοίκιαστ
ος
η
ανοίκιαστ
η
το
ανοίκιαστ
ο
γενική
του
ανοίκιαστ
ου
της
ανοίκιαστ
ης
του
ανοίκιαστ
ου
αιτιατική
τον
ανοίκιαστ
ο
την
ανοίκιαστ
η
το
ανοίκιαστ
ο
κλητική
ανοίκιαστ
ε
ανοίκιαστ
η
ανοίκιαστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανοίκιαστ
οι
οι
ανοίκιαστ
ες
τα
ανοίκιαστ
α
γενική
των
ανοίκιαστ
ων
των
ανοίκιαστ
ων
των
ανοίκιαστ
ων
αιτιατική
τους
ανοίκιαστ
ους
τις
ανοίκιαστ
ες
τα
ανοίκιαστ
α
κλητική
ανοίκιαστ
οι
ανοίκιαστ
ες
ανοίκιαστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανοίκιαστος
<
α-
+
νοικιάζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανοίκιαστος, -η, -ο
που δεν έχει
νοικιαστεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξενοίκιαστος
Αντώνυμα
επεξεργασία
νοικιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
νοικιάζω
,
ενοίκιο
και
οίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοίκιαστος
αγγλικά
:
unrented
(en)
,
unlet
(en)