νοίκιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νοίκιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του νοικιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοίκιασμα
|