αναμισθώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αναμισθώνω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμισθώνω | αναμίσθωνα | θα αναμισθώνω | να αναμισθώνω | αναμισθώνοντας | |
β' ενικ. | αναμισθώνεις | αναμίσθωνες | θα αναμισθώνεις | να αναμισθώνεις | αναμίσθωνε | |
γ' ενικ. | αναμισθώνει | αναμίσθωνε | θα αναμισθώνει | να αναμισθώνει | ||
α' πληθ. | αναμισθώνουμε | αναμισθώναμε | θα αναμισθώνουμε | να αναμισθώνουμε | ||
β' πληθ. | αναμισθώνετε | αναμισθώνατε | θα αναμισθώνετε | να αναμισθώνετε | αναμισθώνετε | |
γ' πληθ. | αναμισθώνουν(ε) | αναμίσθωναν αναμισθώναν(ε) |
θα αναμισθώνουν(ε) | να αναμισθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμίσθωσα | θα αναμισθώσω | να αναμισθώσω | αναμισθώσει | ||
β' ενικ. | αναμίσθωσες | θα αναμισθώσεις | να αναμισθώσεις | αναμίσθωσε | ||
γ' ενικ. | αναμίσθωσε | θα αναμισθώσει | να αναμισθώσει | |||
α' πληθ. | αναμισθώσαμε | θα αναμισθώσουμε | να αναμισθώσουμε | |||
β' πληθ. | αναμισθώσατε | θα αναμισθώσετε | να αναμισθώσετε | αναμισθώστε | ||
γ' πληθ. | αναμίσθωσαν αναμισθώσαν(ε) |
θα αναμισθώσουν(ε) | να αναμισθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμισθώσει | είχα αναμισθώσει | θα έχω αναμισθώσει | να έχω αναμισθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμισθώσει | είχες αναμισθώσει | θα έχεις αναμισθώσει | να έχεις αναμισθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναμισθώσει | είχε αναμισθώσει | θα έχει αναμισθώσει | να έχει αναμισθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμισθώσει | είχαμε αναμισθώσει | θα έχουμε αναμισθώσει | να έχουμε αναμισθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμισθώσει | είχατε αναμισθώσει | θα έχετε αναμισθώσει | να έχετε αναμισθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναμισθώσει | είχαν αναμισθώσει | θα έχουν αναμισθώσει | να έχουν αναμισθώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναμισθώνω
|