Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
lessee
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
lessee
lessees
Ουσιαστικό
επεξεργασία
lessee
(en)
(
νομικός όρος
) ο
νοικάρης
, ο
ενοικιαστής
, ο
μισθωτής
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
renter
Πηγές
επεξεργασία
lessee
-
Oxford Learner's Dictionaries