υπενοικιαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπενοικιαστής < υπενοικιάζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπενοικιαστής αρσενικό (θηλυκό υπενοικιάστρια)
- αυτός που υπενοικιάζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπενοικιαστής
υπενοικιαστής αρσενικό (θηλυκό υπενοικιάστρια)