γαϊδουρολάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαϊδουρολάτης < γαϊδούρ(ι) + -ο- + -λάτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαϊδουρολάτης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ονηγός
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαϊδουρολάτης
|