↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαλμαριό τα βαλμαριά
      γενική του βαλμαριού των βαλμαριών
    αιτιατική το βαλμαριό τα βαλμαριά
     κλητική βαλμαριό βαλμαριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλμαριό < βαλμάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλμαριό ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία