Ετυμολογία

επεξεργασία
προελαύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προελαύων (προχωράω με το άλογο). Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + ελαύνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.eˈlav.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ε‐λαύ‐νω

προελαύνω, αόρ.: προήλασα/προέλασα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ελαύνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

προελαύνω < πρό) προ- + ἐλαύνω

προελαύνω

  1. (αμετάβατο) προχωρώ έφιππος μπροστά
  2. (παθητική φωνή) προχωρώ (για χρόνο)
    ⮡  ὡς πρόσω τῆς νυκτὸς προελήλατο (Ηρόδοτος, 9.44)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἐλαύνω