↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοήλατος η βοήλατη το βοήλατο
      γενική του βοήλατου της βοήλατης του βοήλατου
    αιτιατική τον βοήλατο τη βοήλατη το βοήλατο
     κλητική βοήλατε βοήλατη βοήλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοήλατοι οι βοήλατες τα βοήλατα
      γενική των βοήλατων των βοήλατων των βοήλατων
    αιτιατική τους βοήλατους τις βοήλατες τα βοήλατα
     κλητική βοήλατοι βοήλατες βοήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βοήλατος < αρχαία ελληνική βοηλάτης + -ος < βοῦς + ἐλαύνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /voˈi.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐ή‐λα‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

βοήλατος, -η, -ο

  • (λόγιο) που σέρνεται από βόδια
    ※  Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η βοήλατη μεταφορά είναι παλιότερη από την ιππήλατη και επομένως θα ήταν ίσως αναχρονισμός να αποκαταστήσουμε μια ινδοευρωπαϊκή λέξη για την ιππήλατη άμαξα. (Αναστάσιος Φοίβος Χριστίδης (επιμέλεια), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: απο τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001, ISBN 960-231-094-4, σελ. 143.)
  • βοήλατος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία