Δείτε επίσης: καρό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάρο τα κάρα
      γενική του κάρου των κάρων
    αιτιατική το κάρο τα κάρα
     κλητική κάρο κάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κάρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάρον < ελληνιστική κοινή κάρρον < λατινική carrus (ιταλική carro)[1] < απώτατη αρχή: γαλατική < πρωτοκελτική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kr̥s-o- < ρίζα *k̑ers- (τρέχω) → και δείτε τη λέξη carrus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάρο ουδέτερο και κάρρο

  1. (μέσο μεταφορών) όχημα για μεταφορά πραγμάτων με δύο ή, συνήθως, με τέσσερεις τροχούς που σπρώχνεται ή τραβιέται από ζώα
     συνώνυμα: καρότσι
  2. (ειρωνικό) για μέσο μεταφοράς που είναι αργοκίνητο και γενικά σε κακή κατάσταση
  3. (μειωτικό, λαϊκότροπο) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ένα κάρο: πολύ μεγάλη ποσότητα
    ⮡  μαζεύτηκε ένα κάρο κόσμος στη γιορτή
  • (παρωχημένο) κάρο του δήμου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κάρο < αγγλική car

  Αναφορές

επεξεργασία