Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σούστα οι σούστες
      γενική της σούστας
    αιτιατική τη σούστα τις σούστες
     κλητική σούστα σούστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
εγκαταλελειμμένη σούστα (3) στην Αυστραλία
 
Σούστα αυτοκινήτου

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούστα < (άμεσο δάνειο) βενετική susta (ελατήριο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούστα θηλυκό

  1. ελατήριο
  2. ονομασία διαφόρων τοπικών, παραδοσιακών χορών στους οποίους οι χορευτές χορεύουν σαν να έχουν ελατήρια στα πόδια
  3. παλαιότερο είδος άμαξας με δύο τροχούς και ένα άλογο

  Μεταφράσεις επεξεργασία