σούστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούστα | οι | σούστες |
γενική | της | σούστας | — | |
αιτιατική | τη | σούστα | τις | σούστες |
κλητική | σούστα | σούστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σούστα < (άμεσο δάνειο) βενετική susta (ελατήριο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούστα θηλυκό
- ελατήριο
- ονομασία διαφόρων τοπικών, παραδοσιακών χορών στους οποίους οι χορευτές χορεύουν σαν να έχουν ελατήρια στα πόδια
- παλαιότερο είδος άμαξας με δύο τροχούς και ένα άλογο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελατήριο
→ δείτε τη λέξη ελατήριο |