καριόλα
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καριόλα | οι | καριόλες |
γενική | της | καριόλας | — | |
αιτιατική | την | καριόλα | τις | καριόλες |
κλητική | καριόλα | καριόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- καριόλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καριόλα < ιταλική carriola (στη σημασία: κρεβατάκι για μωρά), υποκοριστικό του carro < λατινική carrus
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈʝo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ριό‐λα
Ουσιαστικό 1
καριόλα θηλυκό (αρσενικό καριόλης)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καριόλα
→ δείτε τη λέξη πουτάνα |
Ουσιαστικό 2
καριόλα θηλυκό
Μεταφράσεις
Πηγές
- καριόλης, καριόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καριόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carriola (στη σημασία:κρεβατάκι για μωρά), υποκοριστικό του carro < λατινική carrus (κάρο)[1]
Ουσιαστικό
καριόλα θηλυκό
Αναφορές
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- καριόλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].