Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καριόλα οι καριόλες
      γενική της καριόλας
    αιτιατική την καριόλα τις καριόλες
     κλητική καριόλα καριόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

καριόλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καριόλα < ιταλική carriola (στη σημασία: κρεβατάκι για μωρά), υποκοριστικό του carro < λατινική carrus

  Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾˈʝo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ριό‐λα

  Ουσιαστικό 1

καριόλα θηλυκό (αρσενικό καριόλης)

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Ουσιαστικό 2

καριόλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

  Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

  Ετυμολογία

καριόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική carriola (στη σημασία:κρεβατάκι για μωρά), υποκοριστικό του carro < λατινική carrus (κάρο)[1]

  Ουσιαστικό

καριόλα θηλυκό

  Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές