Una carriola - Μία καριόλα.
carriola - κρεβάτι με ροδάκια

Ετυμολογία

επεξεργασία
carriola < υποκοριστικό του carro (κάρο)
  • για τη σημασία «κρεβάτι με ρόδες»: εννοείται η φράση letto a carriola

Ουσιαστικό

επεξεργασία