karyola
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- karyola < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قاریولا / قاریوله (karyola) < ιταλική carriola, υποκοριστικό του carro
Ουσιαστικό
επεξεργασίαkaryola (tr)
Πηγές
επεξεργασία- karyola - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- قاریولا (Further reading) στο αγγλικό Βικιλεξικό