Ετυμολογία

επεξεργασία
karyola < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قاریولا / قاریوله (karyola) < ιταλική carriola, υποκοριστικό του carro

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

karyola (tr)