σκουπιδιάρης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκουπιδιάρης < σκουπίδ(ι) + -ιάρης
Ουσιαστικό
σκουπιδιάρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο δημοτικός υπάλληλος που μαζεύει τα σκουπίδια από δημόσιους χώρους και συνοδεύει τα απορριμματοφόρα οχήματα αδειάζοντας τους κάδους