σκουπιδιάρηδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σκουπιδιάρηδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκουπιδιάρης
Άλλες μορφές επεξεργασία
- (για την ονομαστική και κλητική πληθυντικού) σκουπιδιαραίοι
- (για την αιτιατική πληθυντικού) σκουπιδιαραίους