Δείτε επίσης: ἀποκομιδή, αποκόμιση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκομιδή οι αποκομιδές
      γενική της αποκομιδής των αποκομιδών
    αιτιατική την αποκομιδή τις αποκομιδές
     κλητική αποκομιδή αποκομιδές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκομιδή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκομιδή (αρχαία σημασία: απομάκρυνση, επιστροφή) < ἀποκομίζω < ἀπό + κομίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκομιδή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία