Δείτε επίσης: ἀποκομιδή, αποκόμιση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκομιδή οι αποκομιδές
      γενική της αποκομιδής των αποκομιδών
    αιτιατική την αποκομιδή τις αποκομιδές
     κλητική αποκομιδή αποκομιδές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποκομιδή θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία