πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόβλητο τα απόβλητα
      γενική του αποβλήτου
& απόβλητου
των αποβλήτων
    αιτιατική το απόβλητο τα απόβλητα
     κλητική απόβλητο απόβλητα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόβλητο ουδέτερο

  • (συχνότερα στον πληθυντικό) οποιοδήποτε αντικείμενο ή ουσία είναι ανεπιθύμητο, περιττό ή άχρηστο ή επικίνδυνο και απομακρύνεται ως τέτοιο από το περιβάλλον στο οποίο αρχικά παράχθηκε
      τα στερεά και υγρά απόβλητα της βιομηχανικής επεξεργασίας δεν πρέπει να αποβάλλονται ανεξέλεγκτα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία