Δείτε επίσης: απόβλητο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόβλιττο τα απόβλιττα
      γενική του αποβλίττου
απόβλιττου
των αποβλίττων
    αιτιατική το απόβλιττο τα απόβλιττα
     κλητική απόβλιττο απόβλιττα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Απόβλιττα μηχανουργείου. Στο μέσο, απόβλιττα συμπιεσμένα σε κύλινδρο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόβλιττο < αρχαία ελληνική ἀποβλίττω (αποκόπτω κηρήθρα από κυψέλη, κλέβω, αρπάζω) + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.vli.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐βλιτ‐το
ομόηχο: απόβλητο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόβλιττο ουδέτερο

  • (σπάνιο) τεμάχιο ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού που αφαιρείται κατά την επεξεργασία του για μορφοποίηση, όπως π.χ. στην τόρνευση
    ※  Η σύγκριση της γεωμετρικής μορφής των απαραμόρφωτων αποβλίττων στη λείανση λειαντικών τροχών διαφόρων διαμέτρων δείχνει ότι ο λειαντικός τροχός με μεγαλύτερη διάμετρο αποκόπτει απόβλιττα που έχουν μικρότερο πάχος και μεγαλύτερο μήκος. (Καραχάλιου Χαρίκλεια, Προσομοίωση επιπέδου λειάνσεως, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σχολή Πολυτεχνική. Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 90)
    ⮡ Το κοπτικό εργαλείο κινείται σε σχέση προς το κατεργαζόμενο τεμάχιο σε συγκεκριμένη κατεύθυνση και με σταθερή ταχύτητα, ενώ συγχρόνως σχηματίζεται το απόβλιττο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία