Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροκανίδι τα ροκανίδια
      γενική του ροκανιδιού των ροκανιδιών
    αιτιατική το ροκανίδι τα ροκανίδια
     κλητική ροκανίδι ροκανίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροκανίδι < ροκάνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροκανίδι ουδέτερο

  • πολύ μικρά κομματάκια ξύλου που συνήθως προέρχονται από το ροκάνισμα του ξύλου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία