Ετυμολογία

επεξεργασία
χαραμίζω < χαράμι + (παραγωγικό επίθημα) -ίζω

χαραμίζω

  • αφήνω χωρίς αξιοποίηση κάτι που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί
    • (δευτερευόντως, μη αρχική σημασία) αξιοποιώ μέτρια και όχι βέλτιστα κάτι

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία