Δείτε επίσης: Χαραμή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαράμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حرام (haram, απαγορευμένο από τη θρησκεία, αθέμιτος) (τουρκική haram) + < αραβική حَرَام (harām, απαγορευμένο, η παράβαση ή το έγκλημα - ιδίως με όρους θρησκευτικούς και ηθικούς). [1] Δείτε και χαρέμι.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaˈɾa.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρά‐μι

  Επίρρημα

επεξεργασία

χαράμι

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • χαράμι να του γένει: (για έκφραση κατάρας) να μην του βγει σε καλό, να μην το χαρεί
    ※  Ξυπνά η κόρη την αυγή σα μήλο μαραμένο, / βρίσκει τον κόρφο τς ανοιχτό, τ' αχείλι φιλημένο / και τη χρυσή της την ποδιά ψηλά ανασκουμπωμένη. / «Τάχα το ποιος μου το 'κανε, τάχα ποιος μου το κάνει;» / Αν είν' από τον άντρα μου, χαράμι να του γένει, / κι αν είν' από όποιον αγαπώ, χαλάλι να του γένει! (από ηπειρώτικο δημοτικό)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.