Ετυμολογία

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

χαλάλι

  • για κάτι που το θυσιάζω, το προσφέρω, το ξοδεύω με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά
      χαλάλι τα λεφτά που έδωσα για το πιάνο του παιδιού
      Ξυπνά η κόρη την αυγή σα μήλο μαραμένο, / βρίσκει τον κόρφο τς ανοιχτό, τ' αχείλι φιλημένο / και τη χρυσή της την ποδιά ψηλά ανασκουμπωμένη. / «Τάχα το ποιος μου το 'κανε, τάχα ποιος μου το κάνει;» / Αν είν' από τον άντρα μου, χαράμι να του γένει, / κι αν είν' από όποιον αγαπώ, χαλάλι να του γένει! (από ηπειρώτικο δημοτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία