χαλάλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαλάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική halal (ιδιωματικό) / helal < αραβική حلال (halâl)
Επίρρημα επεξεργασία
χαλάλι
- για κάτι που το θυσιάζω, το προσφέρω, το ξοδεύω με ευχαρίστηση, αν και είναι πολύτιμο ή κοστίζει πολλά
- ↪ χαλάλι τα λεφτά που έδωσα για το πιάνο του παιδιού
- ※ Ξυπνά η κόρη την αυγή σα μήλο μαραμένο, / βρίσκει τον κόρφο τς ανοιχτό, τ' αχείλι φιλημένο / και τη χρυσή της την ποδιά ψηλά ανασκουμπωμένη. / «Τάχα το ποιος μου το 'κανε, τάχα ποιος μου το κάνει;» / Αν είν' από τον άντρα μου, χαράμι να του γένει, / κι αν είν' από όποιον αγαπώ, χαλάλι να του γένει! (από ηπειρώτικο δημοτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλάλι
|