Χαραμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χαραμή < γενική ενικού του αρσενικού Χαραμής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.ɾaˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐ρα‐μή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χαραμή θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Χαραμή αρσενικό