Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσιμπουκώνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία el
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία el
επεξεργασία
τσιμπουκώνω
<
τσιμπούκι
+
-ώνω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
t͡si.buˈko.no
/
Ρήμα
επεξεργασία
τσιμπουκώνω
παίρνω
πίπα
, επιδίδομαι σε
πεολειχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιμπουκώνω
αγγλικά
:
give head
(en)
,
cock suck
(en)
,
go down
(en)
• (
πεολείχω, λόγιο όμως ύφος
:
fellate
(en)
)