ενεστώτας die down
γ΄ ενικό ενεστώτα dies down
αόριστος died down
παθητική μετοχή died down
ενεργητική μετοχή dying down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
die down < → δείτε τις λέξεις die και down

die down (en)