die down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | die down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dies down |
αόριστος | died down |
παθητική μετοχή | died down |
ενεργητική μετοχή | dying down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdie down (en)
- καταλαγιάζω, κοπάζω, πέφτω, περνάω, κάτι σταδιακά γίνεται αδύναμο
Πηγές
επεξεργασία- die down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 465, 692-695, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοπάζω, περνώ, πέφτω