calm down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | calm down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | calms down |
αόριστος | calmed down |
παθητική μετοχή | calmed down |
ενεργητική μετοχή | calming down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcalm down (en)
- ηρεμώ, γαληνεύω, καλμάρω
- ⮡ Calm down, sir!
- Ηρεμείστε, κύριε!
- ⮡ A lot of time passed before she calmed down.
- Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ηρεμήσει.
- ⮡ The sea calmed down.
- Γαλήνεψε/Κάλμαρε η θάλασσα.
- ⮡ They were shouting at first but they soon calmed down.
- Στην αρχή φώναζαν, αλλα σύντομα καλμάρισαν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relax
- ⮡ Calm down, sir!
Πηγές
επεξεργασία- calm down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 180, 363. ISBN 9780194325684., λήμμα: γαληνεύω, ηρεμώ