ενεστώτας calm down
γ΄ ενικό ενεστώτα calms down
αόριστος calmed down
παθητική μετοχή calmed down
ενεργητική μετοχή calming down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
calm down < → δείτε τις λέξεις calm και down

calm down (en)

  • ηρεμώ, γαληνεύω, καλμάρω
    ⮡  Calm down, sir!
    Ηρεμείστε, κύριε!
    ⮡  A lot of time passed before she calmed down.
    Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ηρεμήσει.
    ⮡  The sea calmed down.
    Γαλήνεψε/Κάλμαρε η θάλασσα.
    ⮡  They were shouting at first but they soon calmed down.
    Στην αρχή φώναζαν, αλλα σύντομα καλμάρισαν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relax