Δείτε επίσης: Καρτσανάς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτσανάς < καρτσονάς < καρτσόνι + -άς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτσανάς αρσενικό

  • (επάγγελμα) κατασκευαστής καλτσών ή παπουτσιών
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 322, (322-325), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.189 @archive.org
    ἐσὺ ἤσουν καρτσανᾶ παιδὶ πολλὰ μυριοχρειωμένου,
    καὶ ἔφας τὴν ἐνθήκην σου, τὰ δώδεκα δουκάτα,
    καὶ τὸ σουβλίν σου ἐπούλησες ἀλλὰ καὶ τὸ κοπίδιν,
    κ᾿ ἀγόρασέν σε, τζαπεροῦ, ὡς πρῶτόν του κορίτσιν.

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία