καρτσανάς
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαρτσανάς αρσενικό
- (επάγγελμα) κατασκευαστής καλτσών ή παπουτσιών
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 322, (322-325), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.189 @archive.org
- ἐσὺ ἤσουν καρτσανᾶ παιδὶ πολλὰ μυριοχρειωμένου,
καὶ ἔφας τὴν ἐνθήκην σου, τὰ δώδεκα δουκάτα,
καὶ τὸ σουβλίν σου ἐπούλησες ἀλλὰ καὶ τὸ κοπίδιν,
κ᾿ ἀγόρασέν σε, τζαπεροῦ, ὡς πρῶτόν του κορίτσιν.
- ἐσὺ ἤσουν καρτσανᾶ παιδὶ πολλὰ μυριοχρειωμένου,
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 322, (322-325), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.189 @archive.org
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- καρτσανᾶ (γενική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία- καρτσανάς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- καρτσανάς σελ.374, Τόμος 7 & συμπλήρωμα: καρτσανάς σελ.425, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.