ŝtrumpeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtrumpeto | ŝtrumpetoj |
αιτιατική | ŝtrumpeton | ŝtrumpetojn |
ŝtrumpeto (eo)
- η κάλτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝtrumpeto | ŝtrumpetoj |
αιτιατική | ŝtrumpeton | ŝtrumpetojn |
ŝtrumpeto (eo)