Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοθευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νοθευμέν
ος
η
νοθευμέν
η
το
νοθευμέν
ο
γενική
του
νοθευμέν
ου
της
νοθευμέν
ης
του
νοθευμέν
ου
αιτιατική
τον
νοθευμέν
ο
τη
νοθευμέν
η
το
νοθευμέν
ο
κλητική
νοθευμέν
ε
νοθευμέν
η
νοθευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νοθευμέν
οι
οι
νοθευμέν
ες
τα
νοθευμέν
α
γενική
των
νοθευμέν
ων
των
νοθευμέν
ων
των
νοθευμέν
ων
αιτιατική
τους
νοθευμέν
ους
τις
νοθευμέν
ες
τα
νοθευμέν
α
κλητική
νοθευμέν
οι
νοθευμέν
ες
νοθευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νοθευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
νοθεύω
Μετοχή
επεξεργασία
νοθευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
νοθεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοθευμένος
αγγλικά
:
adulterated
(en)
,
dosed
with something
γαλλικά
:
frelaté
(fr)