νοθεύω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νοθεύω < ελληνιστική κοινή νοθεύω
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
νοθεύω
- ανακατεύω ένα προϊόν με άλλο, κατώτερης ποιότητας και τιμής, προκειμένου να ωφεληθώ οικονομικά εις βάρος του αγοραστή
- νοθεύω το ελαιόλαδο με ηλιέλαιο
- παραποιώ μια ιδέα, μια κατάσταση κ.λπ. εισάγοντας ξένα ή ακατάλληλα στοιχεία
- νοθεύω το αποτέλεσμα των εκλογών