νοθεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοθεία | οι | νοθείες |
γενική | της | νοθείας | των | νοθειών |
αιτιατική | τη | νοθεία | τις | νοθείες |
κλητική | νοθεία | νοθείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νοθεία < ελληνιστική νοθεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανοθεία θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος νοθεύω
- ο υποβιβασμός της ποιότητας ενός προϊόντος μέσω της ανάμειξής του με άλλο παρόμοιο αλλά κατώτερης ποιότητας
- κατηγορούνται τρεις για νοθεία στο λάδι
- η αλλοίωση ενός εκλογικού αποτελέσματος
- εκλογές βίας και νοθείας
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοθεία (προϊόντος)