νοθευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νοθευτής | οι | νοθευτές |
γενική | του | νοθευτή | των | νοθευτών |
αιτιατική | τον | νοθευτή | τους | νοθευτές |
κλητική | νοθευτή | νοθευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοθευτής < νοθεύ(ω) + -τής. Διαφορετικό το ελληνιστικό νοθευτής (που αμφισβητεί τη γνησιότητα, που διαφθείρει)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.θeˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐θευ‐τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοθευτής αρσενικό
- που νοθεύει
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νόθος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοθευτής
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νοθευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νοθευτής | οἱ | νοθευταί |
γενική | τοῦ | νοθευτοῦ | τῶν | νοθευτῶν |
δοτική | τῷ | νοθευτῇ | τοῖς | νοθευταῖς |
αιτιατική | τὸν | νοθευτήν | τοὺς | νοθευτᾱ́ς |
κλητική ὦ! | νοθευτᾰ́ | νοθευταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νοθευτᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νοθευταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοθευτής θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νόθος
Πηγές επεξεργασία
- νοθευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.