Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναμειγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναμειγμέν
ος
η
αναμειγμέν
η
το
αναμειγμέν
ο
γενική
του
αναμειγμέν
ου
της
αναμειγμέν
ης
του
αναμειγμέν
ου
αιτιατική
τον
αναμειγμέν
ο
την
αναμειγμέν
η
το
αναμειγμέν
ο
κλητική
αναμειγμέν
ε
αναμειγμέν
η
αναμειγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναμειγμέν
οι
οι
αναμειγμέν
ες
τα
αναμειγμέν
α
γενική
των
αναμειγμέν
ων
των
αναμειγμέν
ων
των
αναμειγμέν
ων
αιτιατική
τους
αναμειγμέν
ους
τις
αναμειγμέν
ες
τα
αναμειγμέν
α
κλητική
αναμειγμέν
οι
αναμειγμέν
ες
αναμειγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναμειγμένος
, -η, -ο
άλλη μορφή
του
αναμεμειγμένος