involved
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | involved |
συγκριτικός | more involved |
υπερθετικός | most involved |
involved (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ανακατεύω, αναμειγνύω, παίρνω μέρος σε κάτι
- ⮡ Don’t you get me involved in your personal affairs.
- Μη με ανακατεύεις στα προσωπικά σου.
- ⮡ What are you getting involved for, did anyone ask you?
- Εσύ τι ανακατεύεσαι, σε ρώτησε κανένας;
- ⮡ He became actively involved in politics.
- Ανακατεύτηκε/Αναμείχτηκε δραστήρια στην πολτική.
- ⮡ Don’t get involved in our family matters./Don’t involve yourself in our family’s matters.
- Μην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας.
- ⮡ Don’t you get me involved in your personal affairs.
- περίπλοκος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαinvolved (en)