Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός involved
συγκριτικός more involved
υπερθετικός most involved

involved (en)

  1. (όχι πριν από το ουσιαστικό) ανακατεύω, αναμειγνύω, παίρνω μέρος σε κάτι
    ⮡  Don’t you get me involved in your personal affairs.
    Μη με ανακατεύεις στα προσωπικά σου.
    ⮡  What are you getting involved for, did anyone ask you?
    Εσύ τι ανακατεύεσαι, σε ρώτησε κανένας;
    ⮡  He became actively involved in politics.
    Ανακατεύτηκε/Αναμείχτηκε δραστήρια στην πολτική.
    ⮡  Don’t get involved in our family matters./Don’t involve yourself in our family’s matters.
    Μην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας.
  2. περίπλοκος
    ⮡  a novel with an involved plot - μυθιστόρημα με περίπλοκο μύθο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη complex

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

involved (en)