αιμομικτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιμομικτικός < αιμομίκτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααιμομικτικός, -ή, -ό
- που έχει το χαρακτήρα της αιμομιξίας
- αιμομικτικός γάμος, αιμομικτική σχέση
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιμομικτικός