Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμομικτικός η αιμομικτική το αιμομικτικό
      γενική του αιμομικτικού της αιμομικτικής του αιμομικτικού
    αιτιατική τον αιμομικτικό την αιμομικτική το αιμομικτικό
     κλητική αιμομικτικέ αιμομικτική αιμομικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμομικτικοί οι αιμομικτικές τα αιμομικτικά
      γενική των αιμομικτικών των αιμομικτικών των αιμομικτικών
    αιτιατική τους αιμομικτικούς τις αιμομικτικές τα αιμομικτικά
     κλητική αιμομικτικοί αιμομικτικές αιμομικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιμομικτικός < αιμομίκτης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αιμομικτικός, -ή, -ό

  1. που έχει το χαρακτήρα της αιμομιξίας
    αιμομικτικός γάμος, αιμομικτική σχέση

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία