incestueux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incestueux | incestueux |
θηλυκό | incestueuse | incestueuses |
Επίθετο
επεξεργασίαincestueux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | incestueux | incestueux |
θηλυκό | incestueuse | incestueuses |
incestueux (fr)