Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιμομεικτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιμομεικτικ
ός
η
αιμομεικτικ
ή
το
αιμομεικτικ
ό
γενική
του
αιμομεικτικ
ού
της
αιμομεικτικ
ής
του
αιμομεικτικ
ού
αιτιατική
τον
αιμομεικτικ
ό
την
αιμομεικτικ
ή
το
αιμομεικτικ
ό
κλητική
αιμομεικτικ
έ
αιμομεικτικ
ή
αιμομεικτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιμομεικτικ
οί
οι
αιμομεικτικ
ές
τα
αιμομεικτικ
ά
γενική
των
αιμομεικτικ
ών
των
αιμομεικτικ
ών
των
αιμομεικτικ
ών
αιτιατική
τους
αιμομεικτικ
ούς
τις
αιμομεικτικ
ές
τα
αιμομεικτικ
ά
κλητική
αιμομεικτικ
οί
αιμομεικτικ
ές
αιμομεικτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
αιμομεικτικός, -ή, -ό
άλλη γραφή του
αιμομικτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιμομεικτικός
αγγλικά
:
incestuous
(en)
γαλλικά
:
incestueux
(fr)