Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμομεικτικός η αιμομεικτική το αιμομεικτικό
      γενική του αιμομεικτικού της αιμομεικτικής του αιμομεικτικού
    αιτιατική τον αιμομεικτικό την αιμομεικτική το αιμομεικτικό
     κλητική αιμομεικτικέ αιμομεικτική αιμομεικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμομεικτικοί οι αιμομεικτικές τα αιμομεικτικά
      γενική των αιμομεικτικών των αιμομεικτικών των αιμομεικτικών
    αιτιατική τους αιμομεικτικούς τις αιμομεικτικές τα αιμομεικτικά
     κλητική αιμομεικτικοί αιμομεικτικές αιμομεικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

αιμομεικτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία