πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμομιξία οι αιμομιξίες
      γενική της αιμομιξίας των αιμομιξιών
    αιτιατική την αιμομιξία τις αιμομιξίες
     κλητική αιμομιξία αιμομιξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αιμομιξία θηλυκό

  • σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε άτομα που έχουν στενή σχέση που απαγορεύει το γάμο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία