αχώνευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχώνευτος < (ελληνιστική κοινή) ἀχώνευτος
Επίθετο
επεξεργασίααχώνευτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει χωνευτεί, δεν έχει περάσει από το πεπτικό σύστημα
- που δεν έχει χωνευτεί, δεν υπέστη πλήρη διάλυση ή αλλοίωση
- (μεταφορικά) που δεν έχει χωνευτεί, δεν έχει γίνει κτήμα κάποιου, δεν έχει μαθευτεί ολοκληρωμένα
- αχώνευτη γνώση
- ≈ συνώνυμα: αναφομοίωτος
- ≠ αντώνυμα: αφομοιωμένος, χωνεμένος
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον χωνέψεις, να τον συμπαθήσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άπεπτος
- → δείτε τη λέξη αναφομοίωτος