↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφομοιωμένος η αφομοιωμένη το αφομοιωμένο
      γενική του αφομοιωμένου της αφομοιωμένης του αφομοιωμένου
    αιτιατική τον αφομοιωμένο την αφομοιωμένη το αφομοιωμένο
     κλητική αφομοιωμένε αφομοιωμένη αφομοιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφομοιωμένοι οι αφομοιωμένες τα αφομοιωμένα
      γενική των αφομοιωμένων των αφομοιωμένων των αφομοιωμένων
    αιτιατική τους αφομοιωμένους τις αφομοιωμένες τα αφομοιωμένα
     κλητική αφομοιωμένοι αφομοιωμένες αφομοιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφομοιώνω

αφομοιωμένος -η -ο

  • που έχει αφομοιωθεί, που έχει γίνει όμοιος με το περιβάλλον του έχοντας χάσει κάποια στοιχεία της αρχικής του ταυτότητας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία