αφομοιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αφομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφομοιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αφομοιωμένος -η -ο
- που έχει αφομοιωθεί, που έχει γίνει όμοιος με το περιβάλλον του έχοντας χάσει κάποια στοιχεία της αρχικής του ταυτότητας