Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χωνεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χωνεμέν
ος
η
χωνεμέν
η
το
χωνεμέν
ο
γενική
του
χωνεμέν
ου
της
χωνεμέν
ης
του
χωνεμέν
ου
αιτιατική
τον
χωνεμέν
ο
τη
χωνεμέν
η
το
χωνεμέν
ο
κλητική
χωνεμέν
ε
χωνεμέν
η
χωνεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χωνεμέν
οι
οι
χωνεμέν
ες
τα
χωνεμέν
α
γενική
των
χωνεμέν
ων
των
χωνεμέν
ων
των
χωνεμέν
ων
αιτιατική
τους
χωνεμέν
ους
τις
χωνεμέν
ες
τα
χωνεμέν
α
κλητική
χωνεμέν
οι
χωνεμέν
ες
χωνεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
xo.neˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
χωνεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
χωνεύω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αχώνευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χωνεμένος
γαλλικά
:
digéré
(fr)
,
assimilé
(fr)
,
consumé
(fr)