↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωνεμένος η χωνεμένη το χωνεμένο
      γενική του χωνεμένου της χωνεμένης του χωνεμένου
    αιτιατική τον χωνεμένο τη χωνεμένη το χωνεμένο
     κλητική χωνεμένε χωνεμένη χωνεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωνεμένοι οι χωνεμένες τα χωνεμένα
      γενική των χωνεμένων των χωνεμένων των χωνεμένων
    αιτιατική τους χωνεμένους τις χωνεμένες τα χωνεμένα
     κλητική χωνεμένοι χωνεμένες χωνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xo.neˈme.nos/

χωνεμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία