δυσκολοχώνευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσκολοχώνευτος, -η, -ο
- που δεν χωνεύεται εύκολα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσκολοχώνευτος
|
δυσκολοχώνευτος, -η, -ο
|