Ετυμολογία

επεξεργασία
αναχωνεύω < αρχαία ελληνική ἀναχωνεύω

αναχωνεύω

  • λειώνω ξανά μέταλλο και ειδικότερα νόμισμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία